απροπαρασκεύαστος

απροπαρασκεύαστος
-η, -ο
1. αυτός που γίνεται χωρίς προηγούμενη προπαρασκευή
2. όποιος δεν έχει προετοιμαστεί για κάτι
3. εκείνος που δεν έχει διαβάσει τα μαθήματά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + προπαρασκευάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Ι. Φιλήμονα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απροπαράσκευος — απροπαράσκευος, η, ο και απροπαρασκεύαστος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προπαρασκευάστηκε, δεν προετοιμάστηκε, ο απροετοίμαστος: Τις περισσότερες φορές πήγαινε στο σχολείο απροπαρασκεύαστος στα μαθήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέτοιμος — η, ο (Α ἀνέτοιμος, ον) αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροπαρασκεύαστος, απροετοίμαστος 2. αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, ακάμωτος αρχ. ανέφικτος, ακατόρθωτος …   Dictionary of Greek

  • απροπαράσκευος — η, ο (Μ ἀπροπαράσκευος, ον) ο απροπαρασκεύαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”